Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κειμήλιος
κειμηλιοφυλάκιον
κειμηλιόω
Κεῖος
κειράς
κειρία
κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
κεκραγμός
View word page
κείω2
to cleave
ShortDef
to lie down
to cleave
Debugging
Headword:
κείω2
Headword (normalized):
κείω
Headword (normalized/stripped):
κειω2
IDX:
47661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47662
Key:
Data
{'content': 'to cleave'}