Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κειμήλιον
κειμήλιος
κειμηλιοφυλάκιον
κειμηλιόω
Κεῖος
κειράς
κειρία
κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
κέκραγμα
View word page
κείω
to lie down

ShortDef

to lie down
to cleave

Debugging

Headword:
κείω
Headword (normalized):
κείω
Headword (normalized/stripped):
κειω
IDX:
47660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47661
Key:

Data

{'content': 'to lie down'}