Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κειμηλιάρχιον
κειμήλιον
κειμήλιος
κειμηλιοφυλάκιον
κειμηλιόω
Κεῖος
κειράς
κειρία
κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
κεκμηκότως
κεκολασμένως
κεκορεσμένως
κεκοσμημένως
View word page
κείρω
to cut short, shear (hair); ravage, destroy

ShortDef

to cut short, shear (hair); ravage, destroy

Debugging

Headword:
κείρω
Headword (normalized):
κείρω
Headword (normalized/stripped):
κειρω
IDX:
47659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47660
Key:

Data

{'content': 'to cut short, shear (hair); ravage, destroy'}