Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεῖθι
κεῖλος
κεῖμαι
κειμηλιάρχης
κειμηλιάρχιον
κειμήλιον
κειμήλιος
κειμηλιοφυλάκιον
κειμηλιόω
Κεῖος
κειράς
κειρία
κειριάτης
κειριόω
κείρω
κείω
κείω2
κεκακουργημένως
κεκαφηώς
κεκηρυγμένως
κεκλασμένως
View word page
κειράς
shorn
ShortDef
shorn
Debugging
Headword:
κειράς
Headword (normalized):
κειράς
Headword (normalized/stripped):
κειρας
IDX:
47655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47656
Key:
Data
{'content': 'shorn'}