Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
ἀμπελουργέω
View word page
ἀμπελόεις
rich in vines

ShortDef

rich in vines

Debugging

Headword:
ἀμπελόεις
Headword (normalized):
ἀμπελόεις
Headword (normalized/stripped):
αμπελοεις
IDX:
4764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4765
Key:

Data

{'content': 'rich in vines'}