Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
ἀμπελοτόμον
ἀμπελοτρόφος
ἀμπελουργεῖον
View word page
ἀμπελόδεσμος
for tying up vines, esparto, Lygeum Spartum
ShortDef
for tying up vines, esparto, Lygeum Spartum
Debugging
Headword:
ἀμπελόδεσμος
Headword (normalized):
ἀμπελόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
αμπελοδεσμος
IDX:
4763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4764
Key:
Data
{'content': 'for tying up vines, esparto, Lygeum Spartum'}