Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεδματώδης
κεδνός
κεδνοσύνη
Κεδρεαί
κεδρέλαιον
κεδρελάτη
κεδρία
κέδρινος
κεδρίον
κεδρίς
κεδρίτης
κέδρον
κεδροπαγής
κέδρος
κεδροχαρής
κεδρόω
κέδρωστις
κεδρωτός
Κέθηγος
κεῖθεν
κεῖθι
View word page
κεδρίτης
flavoured with

ShortDef

flavoured with

Debugging

Headword:
κεδρίτης
Headword (normalized):
κεδρίτης
Headword (normalized/stripped):
κεδριτης
IDX:
47635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47636
Key:

Data

{'content': 'flavoured with'}