Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεγχρωτός
κεδάννυμι
κέδματα
κεδματώδης
κεδνός
κεδνοσύνη
Κεδρεαί
κεδρέλαιον
κεδρελάτη
κεδρία
κέδρινος
κεδρίον
κεδρίς
κεδρίτης
κέδρον
κεδροπαγής
κέδρος
κεδροχαρής
κεδρόω
κέδρωστις
κεδρωτός
View word page
κέδρινος
of cedar

ShortDef

of cedar

Debugging

Headword:
κέδρινος
Headword (normalized):
κέδρινος
Headword (normalized/stripped):
κεδρινος
IDX:
47632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47633
Key:

Data

{'content': 'of cedar'}