Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεγχρώδης
κεγχρώματα
κέγχρων
κεγχρωτός
κεδάννυμι
κέδματα
κεδματώδης
κεδνός
κεδνοσύνη
Κεδρεαί
κεδρέλαιον
κεδρελάτη
κεδρία
κέδρινος
κεδρίον
κεδρίς
κεδρίτης
κέδρον
κεδροπαγής
κέδρος
κεδροχαρής
View word page
κεδρέλαιον
oil of cedar
ShortDef
oil of cedar
Debugging
Headword:
κεδρέλαιον
Headword (normalized):
κεδρέλαιον
Headword (normalized/stripped):
κεδρελαιον
IDX:
47629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47630
Key:
Data
{'content': 'oil of cedar'}