Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κεγχροειδής
κέγχρος
κεγχροφόρος
κεγχρώδης
κεγχρώματα
κέγχρων
κεγχρωτός
κεδάννυμι
κέδματα
κεδματώδης
κεδνός
κεδνοσύνη
Κεδρεαί
κεδρέλαιον
κεδρελάτη
κεδρία
κέδρινος
κεδρίον
κεδρίς
κεδρίτης
κέδρον
View word page
κεδνός
careful, diligent, sage, trusty
ShortDef
careful, diligent, sage, trusty
Debugging
Headword:
κεδνός
Headword (normalized):
κεδνός
Headword (normalized/stripped):
κεδνος
IDX:
47626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47627
Key:
Data
{'content': 'careful, diligent, sage, trusty'}