Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κεγχρίτης
κεγχρίτης2
κεγχροβόλοι
κεγχροειδής
κέγχρος
κεγχροφόρος
κεγχρώδης
κεγχρώματα
κέγχρων
κεγχρωτός
κεδάννυμι
κέδματα
κεδματώδης
κεδνός
κεδνοσύνη
Κεδρεαί
κεδρέλαιον
κεδρελάτη
κεδρία
κέδρινος
κεδρίον
View word page
κεδάννυμι
to break asunder, break up, scatter

ShortDef

to break asunder, break up, scatter

Debugging

Headword:
κεδάννυμι
Headword (normalized):
κεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
κεδαννυμι
IDX:
47623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47624
Key:

Data

{'content': 'to break asunder, break up, scatter'}