Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
ἀμπελοτέμνω
View word page
ἀμπελῖτις
of/for vines

ShortDef

of/for vines

Debugging

Headword:
ἀμπελῖτις
Headword (normalized):
ἀμπελῖτις
Headword (normalized/stripped):
αμπελιτις
IDX:
4760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4761
Key:

Data

{'content': 'of/for vines'}