Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
ἀμπελοστατέω
View word page
ἀμπελιτικός
planted with vines

ShortDef

planted with vines

Debugging

Headword:
ἀμπελιτικός
Headword (normalized):
ἀμπελιτικός
Headword (normalized/stripped):
αμπελιτικος
IDX:
4759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4760
Key:

Data

{'content': 'planted with vines'}