Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
View word page
ἀγκιστρευτικός
of or for angling

ShortDef

of or for angling

Debugging

Headword:
ἀγκιστρευτικός
Headword (normalized):
ἀγκιστρευτικός
Headword (normalized/stripped):
αγκιστρευτικος
IDX:
475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-476
Key:

Data

{'content': 'of or for angling'}