Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
κάψις
κβʹ
κγʹ
κδʹ
κεʹ
κεάζω
κεάνωνος
κέαρνον
Κέβης
κεβλήγονος
κεβλήπυρις
κέβλος
Κεβριόνης
κεγχραλέτης
κεγχραμιδώδης
κεγχραμίς
Κεγχρειαί
κεγχρεών
View word page
κέαρνον
carpenter's axe

ShortDef

carpenter's axe

Debugging

Headword:
κέαρνον
Headword (normalized):
κέαρνον
Headword (normalized/stripped):
κεαρνον
IDX:
47595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47596
Key:

Data

{'content': "carpenter's axe"}