Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καχύποπτος
καχυπότοπος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
κάψις
κβʹ
κγʹ
κδʹ
κεʹ
κεάζω
κεάνωνος
κέαρνον
Κέβης
κεβλήγονος
κεβλήπυρις
κέβλος
Κεβριόνης
κεγχραλέτης
κεγχραμιδώδης
κεγχραμίς
View word page
κεάζω
to split, cleave

ShortDef

to split, cleave

Debugging

Headword:
κεάζω
Headword (normalized):
κεάζω
Headword (normalized/stripped):
κεαζω
IDX:
47593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47594
Key:

Data

{'content': 'to split, cleave'}