Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
ἀμπελόεις
ἀμπελόκλημα
ἀμπελομιξία
ἀμπελόπρασον
ἄμπελος
View word page
ἀμπελίς
a vine-plant
ShortDef
a vine-plant
Debugging
Headword:
ἀμπελίς
Headword (normalized):
ἀμπελίς
Headword (normalized/stripped):
αμπελις
IDX:
4758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4759
Key:
Data
{'content': 'a vine-plant'}