Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
καχυπότοπος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
κάψις
κβʹ
κγʹ
κδʹ
κεʹ
κεάζω
κεάνωνος
κέαρνον
View word page
καψάριος
capsarius
ShortDef
capsarius
Debugging
Headword:
καψάριος
Headword (normalized):
καψάριος
Headword (normalized/stripped):
καψαριος
IDX:
47585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47586
Key:
Data
{'content': 'capsarius'}