Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
καχυπότοπος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
κάψις
κβʹ
κγʹ
κδʹ
View word page
καχρυφόρος
bearing
ShortDef
bearing
Debugging
Headword:
καχρυφόρος
Headword (normalized):
καχρυφόρος
Headword (normalized/stripped):
καχρυφορος
IDX:
47581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47582
Key:
Data
{'content': 'bearing'}