Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
καχυπότοπος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
κάψις
κβʹ
κγʹ
View word page
κάχρυς
parched barley

ShortDef

parched barley

Debugging

Headword:
κάχρυς
Headword (normalized):
κάχρυς
Headword (normalized/stripped):
καχρυς
IDX:
47580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47581
Key:

Data

{'content': 'parched barley'}