Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
καχυπότοπος
καψάριος
καψιδρώτιον
καψικός
View word page
καχρυδίας
made of κάχρυς
ShortDef
made of κάχρυς
Debugging
Headword:
καχρυδίας
Headword (normalized):
καχρυδίας
Headword (normalized/stripped):
καχρυδιας
IDX:
47577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47578
Key:
Data
{'content': 'made of κάχρυς'}