Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
καχυπότοπος
καψάριος
καψιδρώτιον
View word page
καχρυδιάζομαι
sprout in winter

ShortDef

sprout in winter

Debugging

Headword:
καχρυδιάζομαι
Headword (normalized):
καχρυδιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καχρυδιαζομαι
IDX:
47576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47577
Key:

Data

{'content': 'sprout in winter'}