Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
καχυπότοπος
View word page
καχορμισία
unlucky harbourage

ShortDef

unlucky harbourage

Debugging

Headword:
καχορμισία
Headword (normalized):
καχορμισία
Headword (normalized/stripped):
καχορμισια
IDX:
47574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47575
Key:

Data

{'content': 'unlucky harbourage'}