Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
καχρυφόρος
καχρυώδης
καχύποπτος
View word page
καχόμιλος
keeping bad company

ShortDef

keeping bad company

Debugging

Headword:
καχόμιλος
Headword (normalized):
καχόμιλος
Headword (normalized/stripped):
καχομιλος
IDX:
47573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47574
Key:

Data

{'content': 'keeping bad company'}