Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
καχρυδίας
καχρυόεις
καχρυοφόρος
κάχρυς
View word page
καχήμερος
living bad days, wretched

ShortDef

living bad days, wretched

Debugging

Headword:
καχήμερος
Headword (normalized):
καχήμερος
Headword (normalized/stripped):
καχημερος
IDX:
47570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47571
Key:

Data

{'content': 'living bad days, wretched'}