Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
καχρυδιάζομαι
View word page
καχεκτέω
to be in a bad habit of body, be unwell

ShortDef

to be in a bad habit of body, be unwell

Debugging

Headword:
καχεκτέω
Headword (normalized):
καχεκτέω
Headword (normalized/stripped):
καχεκτεω
IDX:
47566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47567
Key:

Data

{'content': 'to be in a bad habit of body, be unwell'}