Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
καχρύδια
View word page
καχεκτεύομαι
to be in a miserable plight
ShortDef
to be in a miserable plight
Debugging
Headword:
καχεκτεύομαι
Headword (normalized):
καχεκτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καχεκτευομαι
IDX:
47565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47566
Key:
Data
{'content': 'to be in a miserable plight'}