Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυχητιάω
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
κάχληξ
καχόμιλος
καχορμισία
View word page
καχάζω
to laugh aloud
ShortDef
to laugh aloud
Debugging
Headword:
καχάζω
Headword (normalized):
καχάζω
Headword (normalized/stripped):
καχαζω
IDX:
47564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47565
Key:
Data
{'content': 'to laugh aloud'}