Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
καχεξία
καχεταιρεία
καχήμερος
καχλάζω
View word page
καφουρά
camphor
ShortDef
camphor
Debugging
Headword:
καφουρά
Headword (normalized):
καφουρά
Headword (normalized/stripped):
καφουρα
IDX:
47561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47562
Key:
Data
{'content': 'camphor'}