Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
καχεκτεύομαι
καχεκτέω
καχέκτης
View word page
Καφήρειος
of Caphereus
ShortDef
of Caphereus
Debugging
Headword:
Καφήρειος
Headword (normalized):
καφήρειος
Headword (normalized/stripped):
καφηρειος
IDX:
47557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47558
Key:
Data
{'content': 'of Caphereus'}