Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
καφουρά
Καφύα
καφώρη
καχάζω
View word page
καυχητιάω
boast aloud

ShortDef

boast aloud

Debugging

Headword:
καυχητιάω
Headword (normalized):
καυχητιάω
Headword (normalized/stripped):
καυχητιαω
IDX:
47554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47555
Key:

Data

{'content': 'boast aloud'}