Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
Καφηρίς
Καφίσιος
View word page
καυχηματικός
boastful
ShortDef
boastful
Debugging
Headword:
καυχηματικός
Headword (normalized):
καυχηματικός
Headword (normalized/stripped):
καυχηματικος
IDX:
47550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47551
Key:
Data
{'content': 'boastful'}