Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καφ
Καφαρναούμ
Καφήρειος
Καφηρεύς
View word page
καύχημα
a boast, vaunt
ShortDef
a boast, vaunt
Debugging
Headword:
καύχημα
Headword (normalized):
καύχημα
Headword (normalized/stripped):
καυχημα
IDX:
47548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47549
Key:
Data
{'content': 'a boast, vaunt'}