Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
καυχητιάω
καφ
View word page
καύχαμα
vaunt
ShortDef
vaunt
Debugging
Headword:
καύχαμα
Headword (normalized):
καύχαμα
Headword (normalized/stripped):
καυχαμα
IDX:
47545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47546
Key:
Data
{'content': 'vaunt'}