Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
καυχήμων
καύχησις
καυχητής
View word page
καυτικός
capable of burning

ShortDef

capable of burning

Debugging

Headword:
καυτικός
Headword (normalized):
καυτικός
Headword (normalized/stripped):
καυτικος
IDX:
47543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47544
Key:

Data

{'content': 'capable of burning'}