Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
καυχηματίας
καυχηματικός
View word page
καυτήρ
a burner

ShortDef

a burner

Debugging

Headword:
καυτήρ
Headword (normalized):
καυτήρ
Headword (normalized/stripped):
καυτηρ
IDX:
47540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47541
Key:

Data

{'content': 'a burner'}