Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄμοτος
ἁμοῦ
ἀμουσία
ἀμουσολογία
ἄμουσος
ἀμοχθεί
ἄμοχθος
ἀμόω
ἀμπαιστήρ
ἀμπελεία
ἀμπέλειος
Ἀμπελίδας
ἀμπελικός
ἀμπέλινος
ἀμπέλιον
ἀμπελίς
ἀμπελιτικός
ἀμπελῖτις
ἀμπελίων
ἀμπελογενής
ἀμπελόδεσμος
View word page
ἀμπέλειος
of vine
ShortDef
of vine
Debugging
Headword:
ἀμπέλειος
Headword (normalized):
ἀμπέλειος
Headword (normalized/stripped):
αμπελειος
IDX:
4753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4754
Key:
Data
{'content': 'of vine'}