Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
καύχα
καύχαμα
καυχάομαι
καύχη
View word page
Κάϋστρος
Cayster

ShortDef

Cayster

Debugging

Headword:
Κάϋστρος
Headword (normalized):
κάϋστρος
Headword (normalized/stripped):
καυστρος
IDX:
47537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47538
Key:

Data

{'content': 'Cayster'}