Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
καυτικός
View word page
καυστός
burnt, red-hot

ShortDef

burnt, red-hot

Debugging

Headword:
καυστός
Headword (normalized):
καυστός
Headword (normalized/stripped):
καυστος
IDX:
47533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47534
Key:

Data

{'content': 'burnt, red-hot'}