Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
καυτήριον
View word page
καυστικός
capable of burning

ShortDef

capable of burning

Debugging

Headword:
καυστικός
Headword (normalized):
καυστικός
Headword (normalized/stripped):
καυστικος
IDX:
47532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47533
Key:

Data

{'content': 'capable of burning'}