Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
καύσων
καυτήρ
καυτηριάζω
View word page
καύστης
one that burns
ShortDef
one that burns
Debugging
Headword:
καύστης
Headword (normalized):
καύστης
Headword (normalized/stripped):
καυστης
IDX:
47531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47532
Key:
Data
{'content': 'one that burns'}