Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
καυσώδης
View word page
καύστειρα
burning hot, raging

ShortDef

burning hot, raging

Debugging

Headword:
καύστειρα
Headword (normalized):
καύστειρα
Headword (normalized/stripped):
καυστειρα
IDX:
47528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47529
Key:

Data

{'content': 'burning hot, raging'}