Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
Καΰστριος
Καϋστρόβιος
Κάϋστρος
View word page
καυσόω
heat
ShortDef
heat
Debugging
Headword:
καυσόω
Headword (normalized):
καυσόω
Headword (normalized/stripped):
καυσοω
IDX:
47527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47528
Key:
Data
{'content': 'heat'}