Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
καῦστρα
View word page
καυσοποιός
causing heat
ShortDef
causing heat
Debugging
Headword:
καυσοποιός
Headword (normalized):
καυσοποιός
Headword (normalized/stripped):
καυσοποιος
IDX:
47524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47525
Key:
Data
{'content': 'causing heat'}