Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
καυστός
View word page
καυσμένης
cautery

ShortDef

cautery

Debugging

Headword:
καυσμένης
Headword (normalized):
καυσμένης
Headword (normalized/stripped):
καυσμενης
IDX:
47523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47524
Key:

Data

{'content': 'cautery'}