Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
καυστικός
View word page
καῦσις
a burning
ShortDef
a burning
Debugging
Headword:
καῦσις
Headword (normalized):
καῦσις
Headword (normalized/stripped):
καυσις
IDX:
47522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47523
Key:
Data
{'content': 'a burning'}