Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
καυστέον
καυστήρ
καύστης
View word page
καύσιμος
fit for burning, combustible
ShortDef
fit for burning, combustible
Debugging
Headword:
καύσιμος
Headword (normalized):
καύσιμος
Headword (normalized/stripped):
καυσιμος
IDX:
47521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47522
Key:
Data
{'content': 'fit for burning, combustible'}