Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
καῦσος
καῦσος2
καυσόω
καύστειρα
View word page
Καυνικός
Caunian, of Caunus

ShortDef

Caunian, of Caunus

Debugging

Headword:
Καυνικός
Headword (normalized):
καυνικός
Headword (normalized/stripped):
καυνικος
IDX:
47518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47519
Key:

Data

{'content': 'Caunian, of Caunus'}