Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
καυσμένης
καυσοποιός
View word page
καυνάκης
a thick cloak
ShortDef
a thick cloak
Debugging
Headword:
καυνάκης
Headword (normalized):
καυνάκης
Headword (normalized/stripped):
καυνακης
IDX:
47514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47515
Key:
Data
{'content': 'a thick cloak'}