Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καυλοφορέω
καυλώδης
Καυλωνία
Καυλωνιάτης
Καυλωνιᾶτις
καυλωτός
καῦμα
καυματηρός
καυματίας
καυματίζω
καυματώδης
καυμός
καυνάκης
καυνακοπλόκος
Καυνιακή
Καυνίας
Καυνικός
Καύνιος
Καῦνος
καύσιμος
καῦσις
View word page
καυματώδης
burning, scorching

ShortDef

burning, scorching

Debugging

Headword:
καυματώδης
Headword (normalized):
καυματώδης
Headword (normalized/stripped):
καυματωδης
IDX:
47512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47513
Key:

Data

{'content': 'burning, scorching'}